ευσωματώ

ευσωματώ
εὐσωματῶ, -έω (Α) [ευσώματος]
1. είμαι ευσώματος, έχω σωματική υγεία
2. είμαι δυνατός, είμαι εύρωστος
3. είμαι φιλήδονος
4. (για δέντρα) αναπτύσσομαι γρήγορα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”